mutual$51091$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

mutual$51091$ - translation to ελληνικό

INSURANCE COMPANY OWNED ENTIRELY BY ITS POLICYHOLDERS
Mutual insurer; Mutual insurance company; Mutual Insurance

mutual      
adj. αμοιβαίος, κοινός
mutual insurance company         
αλληλασφαλιστική εταιρία
mutual help         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Mutual Aid; Mutual aid (disambiguation); Mutual benefits; Mutual benefits (disambiguation); Mutual help
αλληλοβοήθεια

Ορισμός

mutual fund
¦ noun N. Amer. an investment programme funded by shareholders that trades in diversified holdings and is professionally managed.

Βικιπαίδεια

Mutual insurance

A mutual insurance company is an insurance company owned entirely by its policyholders. It is a form of consumers' co-operative. Any profits earned by a mutual insurance company are either retained within the company or rebated to policyholders in the form of dividend distributions or reduced future premiums. In contrast, a stock insurance company is owned by investors who have purchased company stock; any profits generated by a stock insurance company are distributed to the investors without necessarily benefiting the policyholders.